ακανθοβόλος

ακανθοβόλος
-ον (Α ἀκανθοβόλος)
αυτός που βγάζει, που πετάει αγκάθια
«ἀκανθοβόλον ῥόδον» (Νίκανδρος απ. 74, 9).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -βόλος < βάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκανθοβόλος — prickly masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοβόλον — ἀκανθοβόλος prickly masc/fem acc sg ἀκανθοβόλος prickly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοβόλοιο — ἀκανθοβόλος prickly masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθοβόλοις — ἀκανθοβόλος prickly masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”